Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Lucky

Τη βρήκε μια φίλη τυχαίως, ορφανή, δυο βδομάδων γατί.

Με κοιτά μ'αυτά τα πελώρια, αγνά, γαλάζια μάτια. Ξεψαχνίζει τη ψυχή μου. Σου αρκώ; Μιλάμε για 15 χρόνια - Θεού θέλοντος - θα μ'αντέξεις; Εγώ, εγώ θα αντέξω να σε κοιτάω κατάματα όπως σήμερα;

Lucky, αγάπη μου :)

Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

Καλή Ανάσταση

Τίποτα δεν αξίζει να πει κανείς. Παραθέτω κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο Ελληνική Νομαρχία του "Ανώνυμος ο 'Ελλην" και συγκεκριμένα από το " Τα κατά του Κλήρου". Γραμμένο το 1806.


"Ο θάνατος κανενός Αρχιεπισκόπου αποδεικνύει φανερώτατα τον βρωμερόν χαρακτήρα της Συνόδου. Επειδή τότε γεννάται εν μίσος αναμεταξύ των, μεταχειριζόμενος καθείς κάθε ουτιδανώτερον μέσον, όπου δυνηθή, δια να αποκτήση εκείνην την επαρχίαν, το οποίον ακολουθεί εις όποιον δώση περισσότερα χρήματα".

" Έπρεπε να ξαναγυρίσει ο Χριστός, δια να σας φωτίση, επείδή εσείς, ούτε καν στοχάζεστε να ανοίξητε ποτέ εν βιβλίον, δια να λαμπρύνετε τον εσκοτισμένο σας νουν."

" Μας ανέφερον ποτέ πως διοικείται ο κόσμος και οποία είναι η καλλιτέρα διοίκησις;
Μας εξήγησαν ποτέ τι εστί αρετή και οποία είναι τα μέσα διά να την αποκτήση τινάς και πότε λάμπει η αρετή;"
Φευ! βαβαί της αθλιότητός μας! "

" Αλλά πως να φωτίσουν οι εσκοτισμένοι και να διδάξουν οι αμαθείς; Ας σιωπήσουν το λοιπόν, αν δεν ηξεύρουν τι να ειπούν! "

Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Η Βλακεία πέρα από τους βλάκες

Ένα εξαιρετικό άρθρο του Δημοσθένη Κούρτοβικ, από το ένθετο Βιβλιοδρόμιο της Εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ. Ας είναι καλά η φίλη που, λόγω της αγγλικής μου παιδείας, με πρότρεψε, λόγω της ελληνικής της παιδείας, να αναλώσω λίγο χρόνο και να εξερευνήσω την Ελληνική λογοτεχνία. Και μαγεύτηκα ευχάριστα. Η κυπριακή λογοτεχνία θα με μαγέψει ποτε;

Εγχειρίδιο βλακείας ή εγχειρίδιο ευφυΐας; Κλείνοντας το καινούργιο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου είχα την εντύπωση πως διάβασα μάλλον το εγκώμιο του έξυπνου παρά την ανατομία του βλάκα. Ο έξυπνος άνθρωπος φαίνεται να είναι για τον συγγραφέα η επιτομή όλων των αρετών, που αναδεικνύονται εμφατικά μέσα από τα αντίστοιχα αρνητικά χαρακτηριστικά του ηλίθιου. Ο έξυπνος είναι και ευαίσθητος, ευθύς, ανεξίκακος, ανυστερόβουλος, μεγάθυμος, γεμάτος αυτοπεποίθηση, δυνατός κ.λπ.

Δεν ξέρω, μπορεί να είναι κι έτσι. Μακάρι να είναι έτσι. Για να πω την αλήθεια, γνωρίζω έξυπνους ανθρώπους που διέπραξαν τεράστιες βλακείες, και όχι μόνον άπαξ. Γνωρίζω και βλάκες που έκαναν ή είπαν έξυπνα πράγματα (ίσως λόγω βλακείας!). Οπότε, δεν είμαι σε θέση να χαράξω τα όρια ανάμεσα στην ευφυΐα και τη βλακεία με τόσο σίγουρο χέρι όσο ο Χαριτόπουλος, αν και αυτό μπορεί να δείχνει από μόνο του ότι δεν είμαι αρκετά έξυπνος.

Όχι πως διαφωνώ με τις βασικές διαπιστώσεις του. Πιστεύω κι εγώ πως υπάρχουν πολλά ριζώματα ηλιθιότητας στην ανθρώπινη κακία. Μόνο που και η εξυπνάδα δεν είναι, φευ, απαραίτητα η τροφός της καλοσύνης. Οι ψυχοπαθείς εγκληματίες, για να το τραβήξω λιγάκι στα άκρα, έχουν συχνά υψηλότατο ΙQ.

Εκείνο που μου έλειψε στο εγχειρίδιο του Χαριτόπουλου είναι, πώς να το πω, μια τραγική αίσθηση της μοίρας των έξυπνων, όπως τους ορίζει ο ίδιος, καθώς και το παραπλήρωμά της, μια πικρά ειρωνική, αλλά όχι γι΄ αυτό λιγότερο ρεαλιστική, εκτίμηση των ακαταμάχητων πλεονεκτημάτων που προσφέρει στους βλάκες η βλακεία τους. Ο Ολλανδός Ματάις φαν Μπόξελ, στην πρόσφατή του Εγκυκλοπαίδεια της βλακείας, έδειξε περισσότερη ευαισθησία σ΄ αυτό το ζήτημα. Στην αναμέτρηση με τον βλάκα ο έξυπνος βγαίνει κατά κανόνα νικημένος. Η βλακεία κάνει τον βλάκα πιο απρόβλεπτο απ΄ ό, τι η εξυπνάδα τον έξυπνο. Εκτός από αυτό, ο βλάκας απολαμβάνει τη μακαριότητα της άγνοιας και του υποτυπώδους ψυχισμού του, ενώ ο έξυπνος υπόκειται στους κινδύνους και τις φθορές της ανησυχίας του.

Για τον Χαριτόπουλο, όμως, ο έξυπνος είναι στεγανοποιημένος απέναντι στις επιδράσεις του βλακώδους περιβάλλοντός του. Δεν ανακατεύεται με το πλήθος, δεν μετέχει σε συλλογικά όργανα του ενός ή του άλλου είδους, δεν αναλώνεται συναισθηματικά στις πολύ προσωπικές σχέσεις του (αν έχει τέτοιες). Είναι μονήρης και αυτάρκης, τα βγάζει πέρα πάντα μόνος του. Πορεύεται τον μοναχικό δρόμο του με αριστοκρατική αταραξία και αυτοπειθαρχία, μολονότι δικαιούμαστε να ρωτήσουμε αν ο δρόμος αυτός τον οδηγεί σε κάποιο τέρμα διαφορετικό από την κοινή μοίρα όλων μας.

Όλα αυτά δεν περιγράφουν τόσο μια πραγματικότητα όσο ένα ιδεώδες, εφικτό το πολύ πολύ για τους έξυπνους εκείνους που βρίσκονται στη ζηλευτή θέση να είναι απαλλαγμένοι από οικονομικές σκοτούρες και συναισθηματικά αδιάβροχοι. Το δεύτερο, βέβαια, δεν ξέρω αν είναι όντως ζηλευτό, ο Χαριτόπουλος πάντως έτσι φαίνεται να το βλέπει. Οι ηθικές αρετές που αποδίδει στον έξυπνο έχουν, δεν μπορώ να αποφύγω αυτή την εντύπωση, κάτι το ψυχρό. Εν πάση περιπτώσει, επειδή ο Χαριτόπουλος δεν μεγάλωσε σε σαλόνια και έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι, θα συμφωνήσει, υποθέτω, ότι υπάρχουν πολύ περισσότεροι έξυπνοι άνθρωποι που ούτε οικονομικά αυτοδύναμοι είναι ούτε υπεράνω κοινωνικών υποχρεώσεων ή κοινωνικών αναγκών. Τι γίνεται με αυτούς; Πώς αξιοποιούν την ευφυΐα τους στις σχέσεις τους με τον περίγυρό τους, στη δουλειά τους, στην πάλη με τις αντιφάσεις της ζωής;

Από τη στιγμή που ο έξυπνος βγαίνει στο κουρμπέτι, δεν έχει απέναντί του τόσο τον βλάκα, που, στατιστικά, απαντά όχι συχνότερα από όσο ο ίδιος, μα κάτι πολύ χειρότερο, γιατί η παρουσία του είναι πληθυντική και η πολλαπλασιασμένη επίδρασή του είναι ένα αρνητικό γινόμενο με θεσμοποιημένη και φοβερή ισχύ: τον μέτριο. Στις σημερινές μετριοκρατούμενες κοινωνίες μας, με κραυγαλέο παράδειγμα φυσικά την ελληνική, ο έξυπνος είναι χαμένος σχεδόν από χέρι. Η δημιουργικότητά του (νά ένα πραγματικά θεμελιώδες γνώρισμα του έξυπνου!) ενοχλεί, ταράζει, εμποδίζεται, αγνοείται και τελικά μαραίνεται. Ο μέγας Λαβουαζιέ, όταν ζήτησε από το επαναστατικό δικαστήριο αναβολή της εκτέλεσής του ώστε να μπορέσει να ολοκληρώσει μια σειρά σημαντικά πειράματά του, εισέπραξε την εξής απάντηση: «Η δημοκρατία δεν χρειάζεται μεγαλοφυΐες». ΄Ηταν μια από τις πιο αληθινές φράσεις που έχουν ειπωθεί ποτέ. Μιλάμε, βέβαια, για τη μαζική δημοκρατία, που προαναγγέλθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση και έγινε πλήρως πραγματικότητα, με όλες τις απρόβλεπτες από τους θεωρητικούς της συνέπειες, στη δική μας εποχή.

Νομίζω πως το αριστοκρατικό ιδεώδες του κατά Χαριτόπουλο έξυπνου σηματοδοτεί στην πραγματικότητα μια αμυντική στάση απέναντι στην πλημμυρίδα των μέτριων μάλλον παρά των ηλιθίων. Συνειδητοποιώντας ότι το να προσπαθεί να εμπνεύσει τους συνασπισμένους μέτριους είναι σαν να θέλει να μάθει σε ιπποπόταμους να χορεύουν μπαλέτο (κάτι τέτοια γίνονται μόνο στη φαντασία ενός Ντίσνεϋ), ο έξυπνος αναζητεί την ελευθερία και την εσωτερική αρμονία στην απομόνωση ενός στεγανού ιδιωτικού κόσμου, συγκροτημένου από τον ίδιο με αυστηρές επιλογές.

Όταν ο Χαριτόπουλος λέει ότι οι πρώτοι που τρέχουν να ενταχτούν σε σωματεία, συλλόγους, οργανώσεις, επιτροπές, κυκλώματα είναι οι βλάκες, στην πραγματικότητα εννοεί τους μέτριους (οι βλάκες δεν φτάνουν για να γεμίσουν τόσους καταλόγους μελών). Και, με αυτή την έννοια, έχει απόλυτο δίκιο. Ο βλάκας έχει μια, θα έλεγα, αρνητική δημιουργικότητα. Μπορεί να κάνει ζημιά, αλλά συχνά διαταράσσει την ακινησία, ανοίγοντας συχνά καινούργιες προοπτικές. Αντίθετα, οι συσπειρωμένοι μέτριοι είναι η κατ΄ εξοχήν δύναμη της αδράνειας μιας κοινωνίας. Πράγματι, όπως σημειώνει ο Χαριτόπουλος, καμιά νέα ιδέα δεν γεννήθηκε σε επιτροπή, ενώ πολλές θάφτηκαν εκεί. Και, όπως ξέρουμε, ζούμε στην εποχή των επιτροπών.

Οι βλάκες σε βγάζουν έξω από τα ρούχα σου. Μπορούν και να σε βλάψουν άσχημα. Αλλά στιγμιαία. Οι μέτριοι, απεναντίας, θα σε τραβάνε μια ζωή από το πόδι μέσα στο τέλμα τους. Ο Χαριτόπουλος, μια χαρισματική προσωπικότητα με όλες τις αντιφάσεις της, κάτι πρέπει να έχει διδαχτεί από τη συγγραφική πορεία του και τη σχέση του με το αναγνωστικό κοινό του.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Η δική μου Αλήθεια

Εγώ πάντως είμαι νιχιλιστής» τόνισε εμφαντικά, αποσκοπώντας αφενός στο να με εντυπωσιάσει με τη βαρύτητα της δήλωσης του και αφετέρου στο να ενδυναμώσει την εσωτερική του αβεβαιότητα. «Εσύ, φλέρταρες ποτέ με την ιδέα του νιχιλισμού;» ρώτησε με αδημονία.

«Δεν ξέρω» του απάντησα δηκτικά. Δεν μπορούσα να αναλωθώ σε μια ακόμη ανούσια συζητήση που αποφέρει μόνο τον πονοκέφαλο του στοχασμού της αμπελοφιλοσοφίας. Εντούτοις, ενοχλημένος από την ερώτηση του, προσπάθησα να του επεξηγήσω τη διαφωνία μου.

«Πίστεύω πως και μόνο η διανόηση της υιοθέτησης του νιχιλισμού ως στάση ζωής, υποδουλώνει το αυτονόητο, δεν είσαι νιχιλιστής, καθώς οι νιχιλιστές σύμφωνα με την χαρακτηριστική τους απάθεια ως προς την ανθρώπινη παρουσία την οποία θεωρούν πως στερείται νοήματος, σκοπού, ουσιώδες αξίας και κατανοητής αλήθειας, και η οποία απαξίωση καθοδηγεί το πάθος τους ως προς τη ματαιότητα της ύπαρξης, θα απέρριπταν ασυζητητί την κατηγοροποίηση τους ως μέλη μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής.

Ώντας μηδενιστής, θα απέρριπτες τον νιχιλισμό ως μια ανύπαρκτη αξία, μια ακόμη απόπειρα εφαρμογής υψηλών ιδεών, τις οποίες εκ των προτέρων θα θεωρούσες ανέφικτες, ως μια ακόμη φιλοσοφία που επιτηδευμένα δεν διεκδικεί το αλάθητο αλλά συγχρόνως αποζητά τη μοναδικότητα και τη υπεροχή των λεγόμενων της: ως μια ακόμη απόπειρα αφομοίωσης φιλοσοφίας ύπαρξης, δια μέσου συγκεκριμένης κατεθυντήριας σκέψης και δημιουργηθείσας, πολλάκις αβασάνιστης, πίστης στο ιδεατό που προβάλλει, η οποία μετατρέπει την προσωπική οντότητα σε οντότητα του συνόλου.

Φυσικά, ένας νιχιλιστής κατακρίνει και αποποιείται τον νιχιλισμό, αλλά παράλληλα τον εμπεδώνει και τον αφομοιώνει, εν μέσω αλληλένδετων και αυτοαναιρούμενων απόψεων και συναισθημάτων, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο αλληλοσυγκρουόμενης βιωματικής συμπεριφοράς, που με τη σειρά της, εν τέλει, δημιουργεί μια τελούσα εις πλήρη σύγχυση στάση ζωής και που στην ουσία απλούστατα αποδεικνύει την περιπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης. Το όλο αποτέλεσμα του νιχιλισμού είναι το χάος, το οποίο ο ίδιος θέλει να ξεπεράσει αλλά θεωρεί επίσης ως τη ζωοδόχο πηγή της ύπαρξης του, κάτι που συνεπακόλουθα αυξάνει την εσωτερική αντιπαλότητα, όπως αρμόζει στην νιχιλιστική νοοτροπία.

Η εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης και οι σημερινές, εξουσιαστικά δεσποτικές, ανθρωποδημιούργητες αξίες θεωρούν την άποψη για την αστάθεια της αλήθειας ως νιχιλιστική, όχι όμως ως αποκλειστικό προνόμιο των νιχιλιστών, αντιθέτως με τον 19ο αιώνα που σε μεγάλο – όχι απόλυτο – βαθμό, εθεωρείτο προνόμιο των νιχιλιστών η απόρρίψη της ύπαρξης Θεού. Αυτό αποδεικνύει την τωρινή απώλεια του προνομίου του νιχιλισμού να προσφέρει την χαρακτηριστική διαφορετικότητα και την ειδοποιο διαφορά που θα τον κάνει να ξεχωρίζει, την αδυναμία επιχειρημάτων λόγω απουσίας ενός κυρίαρχου πνευματικού ηγέτη, όπως θεωρείτο ο Νίτσε – αν και ο ίδιος απέρριπτε τον νιχιλισμό –την απουσία ενός ρεύματος παραγωγής ιδεών όπως την Ρωσσική σχολή, ενώ συνάμα παρουσιάζει την πλαστικότητα και την ικανότητα των ενστίκτων επιβίωσης, όπως και τόσων άλλων φιλοσοφικών ιδεολογημάτων, στο να προσαρμόζεται και να μεταβάλλεται στις ιδαίτερες κοινωνικοοικονομικες και θρησκευτικές ανάγκες κάθε εποχής. Έτσι λοιπόν υπάρχει ο πολιτικός νιχιλισμός, ο ηθικός νιχιλισμός, ο υπαρξιακός νιχιλισμός, με διαφορετικά σημεία αναφοράς και συμπεράσματα.

Ως αποτέλεσμα τούτου, η διαχρονική μεταβλητότητα του νιχιλισμού καταλήγει σε ένα αμάγαλμα λεκτικών θεωρειών και φιλοσοφικών απόψεων, μεταλλάξιμων αναλόγως εποχής, με κοινό συστατικό την εποικοδομητική ασάφεια του μηδενισμού και η οποία ως αποτέλεσμα του αφαιρεί την δυνατότητα να υποστηρίξει την μοναδικότητα της αλήθειας του. Και πάλι, όμως, η ίδια η έννοια του νιχιλισμού αναιρεί το πιο πάνω επιχείρημα, καθώς ο νιχιλισμός δεν διεκδικεί την αλήθεια των όσων υποστήριζει – εάν τα υποστηρίζει - καθώς ουσιαστικά πιστεύει πως η μόνη αλήθεια είναι πως η αλήθεια δεν υπάρχει.

Αν τότε είναι αλήθεια πως η αλήθεια δεν υπάρχει, τότε η πίστη πως η αλήθεια δεν υπάρχει είναι από μόνη της μια παραδοχή μιας αλήθειας, αυτομάτως αποδεικνύοντας την ασυνέπεια της άνωθεν πρότασης. Από την άλλη, εάν είναι αλήθεια πως η αλήθεια δεν μπορεί να υπάρξει, είναι αδύνατο να εφευρεθούν αντικειμενικά κριτήρια – εφόσον δύνανται να θεωρηθούν υποκειμενικά - με τα οποία να δοκιμάσθει η εφαρμογή της ύπαρξης της ή μη, γεννώντας έτσι το ερώτημα βάση ποιου κριτηρίου ή με ποια παραδείγματα και τρόπους ένας νιχιλιστής μπορεί να ισχυρισθεί και να αιτιολογήσει την ανυπαρξία της αλήθειας.

Ίσως οι νιχιλιστές αντιλήφθηκαν πως η αλήθεια δεν μπορεί να υπάρξει και να επιτευχθεί μέσω οποιονδήποτε κριτηρίων εφαρμογής και συνεπακόλουθης επαλήθευσης, και απόρροια παρθενογεννημμένων απορριπτικών ψευδαισθήσεων, οι οποίες θεωρούν την προσπάθεια έυρεσης της ως μάταιης, κατέληξαν στο ότι η αλήθεια δεν υπάρχει. Από την άλλη, οι όλες προαναφερθείσες αντιθέσεις μπορεί να φανούν ως ουσιώδες προβληματικές για όσους κατευθύνονται από την λογική, την οποία την απορρίπτει ο νιχιλιστής, που όμως, ισχυριζόμενος πως η μόνη αλήθεια είναι πως η αλήθεια δεν υπάρχει, ασπάζεται την γενικότερη έννοια της λογικής.

«Τότε τι είναι ο νιχιλισμός για σένα;» με ρώτησε, εμφανώς ενοχλημένος.

«Δεν ξέρω. Προτιμώ να πλάσω τη δική μου αλήθεια», αποκρίθηκα σαρδόνια.

«Η οποία είναι;» διερωτήθηκε ακόμη πιο ενοχλημένος, παίρνοντας το εκνευριστικό ύφος μικρότητας μέτριων μυαλών που λόγω έπαρσης ανεπάρκειας ενασχολούνται επί παντός επιστήτου, αρνούμενοι να παραδεχθούν ή, τουλάχιστον, να βελτιώσουν την ανεπάρκεια τους.

«Τι να σου πω βρε φίλε. Μήπως είναι η γοητεία της προσωπικής εξαφάνισης / αδιόρατης παρουσίας ή η ανάγκη της προσωπικής εξαφάνισης/ αδιόρατης παρουσίας, ή μήπως, η γοητεία της μελαγχολίας ή η ανάγκη της μελάγχολίας ή μήπως, τελικά, το συνονθύλευμα των πιο πάνω, μέσω διαφορετικής βαρύνουσας σημασίας που προσδίδει ο καθένας σε οιονδήποτε από αυτούς τους χαρακτηρισμούς, ή, μήπως, τίποτα από τα πιο πάνω;

Εν πάση περιπτώσει, εάν δεχθούμε το επιχείρημα πως πραγματική αλήθεια δεν υπάρχει - ή μήπως υπάρχει - εάν έπρεπε να επιλέξω θα επέλεγα την τελευταία εκδοχή ή, έστω, θα θεωρουσα τη σημαντικότητα της ως υπέρτερη, διότι όσο και να παρουσιάζεται ως παραπλήσια με αμελητέα απόκλιση εν συγκρίσει των υπολοίπων τριών, διαφέρει λιγάκι περισσότερο από όσο διαφέρουν οι υπόλοιπες εκδοχές αναμεταξύ τους. “Η ανάγκη της μελαγχολίας”, την οποία σε προσωπικό επίπεδο θα περίγραφα καλύτερα ως την, βασανιστικά ακαταμάχητη και κουραστικά αυτοκαταστροφική “γοητεία για την ανάγκη της μελάγχολίας”, και η οποία εξίσου έυκολα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “η ανάγκη για την γοητεία της ανάγκης της μελάγχολίας”.

Κορμού δημιούργημα η τελευταία εκδοχή και με δυνατότητα δημιουργίας παρακλαδιών, θα προτιμήσω την αρχική απλότητα της "ανάγκης της μελαγχολίας" και θα αφήσω τους γεννόμενους συνειρμούς να χωθούν στα προσωπικά λαγούμια του εγκεφάλου, να εξερευνηθούν και να αποσταχθούν, αλλά φοβάμαι πως η προσωπική προσπάθεια διασαφήνισης θα αποσαφηνίσει ακόμη περισσότερο.

Έτσι λοιπόν η πίστη πως “Η ανάγκη της μελαγχολίας”, δημιουργεί από μόνη της ένα προσωπικό ιδεατό ή έστω μια προσωπική αλήθεια και η, πιθανή, τελική απόρριψη αυτής της αλήθειας, μπορεί να καταστεί ως η οριστική επαλήθευση του νιχιλισμού ως το προς τη ματαιότητα της ύπαρξης ή της ματαιότητας δημιουργίας προσωπικής αλήθειας, είτε αυτή είναι εντελώς προωπική είτε καθισταται μέρος της συνολικής αλήθειας, είτε ακόμη καθίσταται εξ’ολοκλήρου η συνολική αλήθεια.

"Με πνίγει του εαυτού η ματαιοδοξία
Με θλίβουν του εαυτού τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα
Με κουράζει του εαυτού η ανούσια ύπαρξη
Με βασανίζουν του εαυτού τα ψέματα
Με απογοητεύει του εαυτού η ανέπαρκεια

Πνίγομαι…Πνίγομαι…
Βυθίζομαι στης γης τα κατάβαθα
Νεκροθάφτης κανείς;"

«Αυτή είναι η δική μου αλήθεια», ολοκλήρωσα καταβεβλημένος.

Έφυγα βιαστικά, αφήνοντας τον άλλαλο και απορημένο. Ήμουν σίγουρος για την απάντηση του... Ακόμη ένας νεκροθάφτης προστέθηκε.