Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Η Ανυπαρξία

Οι ρυτίδες είχαν ριζοβολήσει εδώ και καιρό στο 70χρονο μέτωπο του γέροντα, δημιουργώντας μικρά ανομοιογενές αυλάκια, τα οποία με την κάθε μυική σύσπαση του προσώπου, σχημάτιζαν τις μικρές ταλαντεύσεις του ήρεμου και σταθερού κύματος που ανανεώνεται και παύει αιωνίως, πάντοτε κινούμενο στη σιγή.

Δεν ακούγονταν παφλασμοί και δεν διέκρινες τα άγρια και αφρισμένα κύματα που πληγώνουν τον βράχο που παρεμβάλλει στην πορεία τους. Δεν υπήρχαν οι θλιμμένα σκυμμένες ρυτίδες που κατατρώνε τη ψυχή. Οι ρυτίδες του αποτελούσαν την απλή προέκταση ενός απλού προσώπου. Μήτε όμορφο, μήτε άσχημο. Μήτε συμπαθητικό, μήτε αντιπαθητικό. Μήτε εκφραστικό, μήτε ανέκφραστο. Ήταν το πρόσωπο του μισού βλέμματος, του ενός δευτερολέπτου.

Αυτό το πρόσωπο αποτελούσε το πειστικότερο αντίγραφο μιας ασήμαντης ζωής, την οποία ούτε να την επαινέσεις μπορούσες, αλλά ούτε και να την κακολογήσεις. Στη μικρή πόλη των 100,000 χιλιάδων κατοίκων όπου γυρόφερνε την ύπαρξη του, το όνομα Κανένας σπάνια ακουγόταν. Και όταν αρθρωνόταν, προερχόταν από στεγνά χείλια βαριεστημένων δημοσίων υπαλλήλων, εν ώρα υπηρεσίας.

Άριστο ήθελε να ονομάσει τον πρώτο του γιό του ο μακαρίτης. 5 τεκνογονίες έζησε. Στην 6η, είδε το ουσιαστικότερο μέλος του νεογνού να εξέρχεται το σώμα της ταλαιπωρημένης μάνας. Δύο χαμόγελα ανακούφισης μόνιασαν μαζί, δυό «επιτέλους» σχημάτισαν μιαν βοή. Η κυρά θα έπαυε πλέον να γεννοβολά και ο κυρ. Άριστος θ’ άφηνε απόγονο, κληρονόμο της περιουσίας και μέλλοντα προστάτη της οικογένειας. Και τι περίεργο, άραγε, πως μόλις είδε το αμίλητο σοβαρό προσωπάκι, σπέλλισε αχνά, «Κανένας, θα τον ονομάσω», γύρισε αργά το περήφανο ανάστημα και εξήλθε με ισοζυγισμένα αθόρυβα βήματα. Η κυρά κοίταξε περίεργα το σπορί της, ευθύς τα βλέφαρα κάλυψαν τα δακρυσμένα μάτια και είπε στην μαμή, « Ο Κανένας».

« Βαφτίζεται ο Δούλος του Θεού, Κανένας».

Συνοπτικές διαδικασίες. Μέρος βαφτίσεως, το πατρικό. Ο κυρ. Άριστος δεν ήθελε εκκλησίες, γλέντια και πανήγυρι. Έτσι στα κρυφά και πεταχτά, μισής ώρας βάφτισης, ένα φλυτζάνι καφέ, «γεια σας,να σας ζήσει», επίδομα τέκνου και αναγραφή εις ταυτότηταν, «Χριστιανός Ορθόδοξος». Νοννά, μια αδελφή. Έξοδα βάφτισης μηδέν. Ο Παπάς, αδελφός του κυρ. Άριστου.

Ο βραχύσωμος καμπούρης με την φακιδωτή φαλάκρα, με κουραστική προσπάθεια των προς θανάτου αποσυντίθεσης κοκκάλων, έγειρε σε μια καρέκλα. Έβγαλε το καπέλο με τ’αριστερό ενόσω το μπαστούνι συνέχισε να τρεμοπαίζει πέρα – δώθε στο δεξί του χέρι. Η φθορά του χρόνου δεν είχε αφήσει ανέγγιχτα τα κιτρινισμένα ζαρωμένα του χέρια.

Μια μουχλιασμένη μυρωδία, μείγμα χλωρίνης και κλεισούρας, αναδυόταν στην ατμόσφαιρα, ενώ το αόρατο σκοτεινό πέπλο του Χάρου , έτοιμο ν’απαλλάξει την ψυχή και να προσθέσει ένα ακόμη μεροκάματο στον φερετροποιό, καραδοκούσε και καραδοκούσε. Αυτό λοιπόν ήταν το καταθλιπτικά μονότονο γηροκομείο, η εστία των εναλλασόμμενων σωμάτων, των αιώνια μοναδικών ψυχών.

Μια φορά το χρόνο, εις αναμονίν των, μετά συνοδείαν δημοσιογράφων, σημαίνοντων, στηνόταν σαν σε παράταξη, χέρια σφιχτά και πόδια σταθερά, ένας τρομαγμένος φαντάρος έτοιμος για εξέταση και βαθμολόγηση. Ροδοκόκκινα και φρεσκοξυρισμένα μάγουλα, αρωματισμένα χνώτα και σιδερωμένα ρούχα, ιδού : Ευ ζην. Η διεύθυνση είχε μάθει καλά το παιχνίδι. Ένα μήνα επαρκή σίτιση – έτσι για να λάμψουν λιγάκι τα προσωπάκια -, μπόλικη φτηνή κολώνια και ένα καλό καθαριστήριο – για να εξαλειφθεί πρόσκαιρα η μπόχα του θανάτου-, καινούρια σεντόνια, βάψιμο των ξεφτισμένων τοίχων του γηροκομείου, ψιλοφτιάξιμο των, προς καυσοξυλία οδεύωντα, επίπλων και έσσω έτοιμοι. Χριστούγεννα, δεντράκι, γαλοπούλα και μουσική, θαυμάστε : διπλό κέρδος. Το κράτος νοιάζεται και το γηροκομείο πλουτίζει. Δικαιολογούμε τα έξοδα, εισπράττουμε τη διαφορά. Eκμετάλλευση σωμάτων και ξεπούλημα ιδίων ψυχών.

Πώς να αντιδράσουν οι ταπεινωμένοι γεροντάκοι; Παρατημένοι από τους οικείους, φοβούμενοι τη μήνη των στρατηγών, δέχονταν αγόγγυστα τις προσταγές τους, καρτερώντας την ώρα που θα έπαυαν επιτέλους να ζητιανεύουν. Ζωντανοί νεκροί.

« Άβε, οι μελλοθάνατοι σας χαιρετούν»

Χαίρετε, χαίρετε, χαίρετε, χαίρετε. Χειραψία, χειραψία, χειραψία, χειραψία. Χαμόγελο, χαμόγελο, χαμόγελο, χαμόγελο. Φωτογραφία, φωτογραφία, φωτογραφία, φωτογραφία. Και γειά σας, γεια σας, γεια σας και γεια σας.

«Μας κατέγραψαν καλά οι κάμερες;»
«Ναι, ναι, μια χαρά. Μίλησα και με τον καναλάρχη, θα έχουμε καλή προβολή. Καλά πήγε.»
«Και πόσο στοίχισαν οι κουβέρτες;»
«100».
«100;Μα πέρσι ήταν 80. Πολλαπλασιάστηκαν οι γέροι;»
«Όχι κύριε, το πετρέλαιο. Το πετρέλαιο.»
« Χαλάλιν».

Το χαλάλιν της μεγαλοψυχίας. Μια φορά το χρόνο, μετά δώρων αφιχθείς, επίσκεψη σ’ όσους αφέθηκαν στη φροντίδα των 500 ευρώ το μήνα μισθωτών αλλοδαπών «νοσηλευτριών», εκ αγνώστου Πανεπιστημίου. Σημείωση. Οι Made in China κουβέρτες, πληρώθηκαν από τη μηνιαία συνδρομή των μελών του κόμματος. Χρέος επιτελέσθη.

Κέρδος της δωρεάν προβολής : cinq points. Points στο να παραστείς σε κηδεία: sept. Πόντοι στο να παραστείς σε γάμο : huit. Στο να αφήσεις 100 ευρώ σε γάμο (58.5274 λίρες Κύπρου): dix. Μπήκαμε στην Ευρώπη. Φιλανθρωπική εισφορά : 12. Φιλανθρωπική εισφορά στον Ραδιομαραθώνιο : 15 – υπάρχει τηλεοπτική κάλυψη. Δημόσιο δακρύβρεχτο κλάμα, ειδικά με φόντο τον Μακάριο : Priceless.

Άρχοντα, εύκολα δημιουργείς ψυχές διαβόλων, ευκολότερα δημιουργείς τη μετριότητα των υπό σου ευεργεθητέντων και φειδωλά δημιουργείς ψυχές αγγέλων. Και σπανίως, ευσπλαχνίας αποτέλεσμα και σοφίας απούσης, δημιουργείς τον Κανένα, της μοίρας το άβουλο παραπαίδι. Το μέλλον ζοφερό και ταπεινωτικό. Μα Άρχοντα, γιατί τέτοια τερτίπια;

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.........