Σάββατο, 21:00.
Η κούραση της παράνοιας βάραινε τον Απόλλωνα και αύξανε το κουδούνισμα από τα ενοχλητικά και ευερέθιστα έντομα που παράνομα βολόδερναν το μυαλό του, ενω αυτός σέρνοντας τα πόδια του και αφήνοντας μικρά πορφυρόσκονα σύννεφα στο πέρασμα του, τράβηξε για την ανεξάντλητη αναζήτηση.
Θέλοντας να προλάβει το σεργιάνι του παραλογισμού του, ο ουρανός σκέπασε τη φύση με το ολόπικρο του ράσο και, κραυγάζοντας με ιαχές, άρχισε να χύνει τα δάκρυα των στεναγμών του. Χτυπούσε αλύπητα το σύμπαν με αστραφτερές χρυσαφένιες ακτίνες και αυτό, ανήμπορο να αντιδράσει, υποδουλωμένο χόρευε στους ρυθμούς της θυμωμένης κατήφειας του, με θεατές μουντά δέντρα που κάτω από το βάρος των κρουνών ντροπιασμένα έσκυβαν το υγρό κεφάλι. Την μόνη αντίσταση πρόβαλαν οι οπλισμένοι με αδιαπέραστο μπετόν και φωτισμένοι με μυριάδες πολύχρωμα λαμπάκια, αναίσθητοι Πύργοι της Βαβέλ, οι οποίοι προσπαθώντας να φτάσουν τον ουρανό, κοροϊδευτικά απορροφούσαν τα δάκρυα του και τα έφτυναν στη παραμορφωμένη από χιλιάδες ρυάκια γη, στις αντανακλάσεις των οποίων ο Απόλλωνας παρατηρούσε τα, υπερχειλισμένα με το υγρό πυρ απογοήτευσης, αιμοσταγή αυλάκια που είχαν σκαφτεί στη ψυχή του και κατάτρωγαν τα σωθικά.
Άφηνε πίσω του τα λασπωμένα και ξεχαρβαλωμένα απομεινάρια της άλλης ζωής που τώρα τρύπωσε σε προστατευτικές σπηλιές, ενώ ένα αμάγαλμα μυρωδιών από χνώτα ανθρώπων, ζώων, μηχανών και αλλοιωμένης φύσης ακολουθούσε την καινούρια ζωή που ξεμυτούσε από τα λαγούμια της.
Βρεγμένα σκυλιά έψαχναν καταφύγιο κάτω από στενόμακρα περβάζια, αχόρταγα σαρκοφάγα τρωκτικά βανδάλιζαν αναποδογυρισμένους μουχλιασμένους σκουπιδοτενεκέδες, αλαφιασμένα δίποδα αναζητούσαν προστασία από τον απρόσμενο κατακλυσμό, παράξενα καμπουρωτά δίποδα στέκονταν γύρω από φλογισμένες βαρέλες σε σκοτεινιασμένες γέφυρες, αφηνιασμένα τετράτροχα ακατάπαυστα έτρεχαν αφήνοντας νέφη από σκούρο στίγμα στο διάβα τους, απογοητευμένοι ναυτικοί οδηγούσαν την κιβωτό τους για άλλες θάλασσες και καινούριες πατρίδες.
Ένα ξεβαμμένο μηχανοκίνητο κίτρινο τετράποδο σταμάτησε δίπλα του. Κάτι φώναξε ο οδηγός του και επιταχύνθηκε, αφήνοντας τον αντίλαλο του να μεταφέρει ένα ηχητικό κύμα, «Ελευθερία, ελευθερί, ελευθερ, ελευθ, ελευ, ελε, ελ, ε..», έως ότου αποκαμωμένος κόπασε να αντηχεί.
Έφθασε σε γνώριμα σκαλοπάτια. Αυτόβουλα τράβηξε στη φυλακή των παραισθήσεων του όπου η σαδιστική απόγνωση του, αιώνιος δεσμοφύλακας, χαιρέκακα τον καρτερούσε για να τον μαστιγώσει και πάλι. «Έλα, έλα». Whiskey, ναρκωτικά, εμετοί, κλάμα, ζάλη, παράνοια, λιποθυμία, whiskey, ναρκωτικά, εμετοί, κλάμα, ζάλη, παράνοια, λιποθυμία.
Σκούντηξε τους τερμίτες της καμαρωτής ασπίδας του βρώμικου καταλύματος αποκομμένης ζωής. Άτριχα έντομα που ακροβατικά καθάριζαν λεκέδες ανθρώπινης παρουσίας, μαμούνια που περιπολούσαν την ατμόσφαιρα και αιματόβρεχτα ζουζούνια της αμίλητης σάρκας τον υποδέχτηκαν νωχελικά. Διάσπαρτοι χάλκενοι τενεκέδες γουλιά γουλιά συνέχισαν αδιάφορα να ρουφούν τα εκκρίματα της πληγωμένης οροφής. Αποχαυνωμένα λιγδιάρικα πρόσωπα, μ’ αχυρένια μαλλιά και πελαγωμένα μάτια πηχτής νύχτας, υποκλινώμενα κοντοζύγωσαν.
«Γεια σου Απόλλωνα. Τι γίνεται;» τον ρώτησαν οι γνωστοί θαμώνες του καταγωγίου με την συνήθη προσποιητή τους έγνοια. Το μόνο που αποζητούσαν ήταν το υγρό μεθυστικό περιεχόμενο της μπουκάλας που είχαν ήδη καταπιεί οι εξάψεις τους και ανικανοποίητες απαιτούσαν κι άλλο.
« Καλά » απάντησε κοφτά ο Απόλλωνας στα αεροκάμωτα ανθρωπάκια τα οποία τον εκλιπαρούσαν για το πολύτιμο χαρτί, το οποίο στην παράξενη χώρα όπου έμενε είχε την μαγική ιδιότητα να εξαγοράζει τις συνειδήσεις, ανεξαιρέτως όλων, των κατοίκων της.
« Whiskey » είπε ξερά στο απέναντι γυρτό σκιάχτρο που τον κοίταζε με ξεπεταγμένες ολόασπρες κόγχες και αυτό εκπλήρωσε το σκοπό για το οποίο είχε στηθεί πίσω από εκείνο το ξυλόστρωτο, σε σχήμα φύλλου, μισοφαγωμένο από αδιόρατα αχόρταγα δόντια, μπαρ. « Ακόμη ένα για τα παιδιά» και έδωσε το κιτρινισμένο, από τις συνεχείς μετακινήσεις και εναλλαγές αφεντών, χαρτονόμισμα της φιλανθρωπίας, το τελευταίο που του είχε απομείνει.
«Ευχαριστούμε» ακούστηκαν οι βραχνές φωνές και τα χλωμά πρόσωπα, ανυπόμονα να συνεχίσουν τη διέγερση του ερεθισμού, άρπαξαν το ξεδιψαστικό ποτό των αισθήσεων και εξαφανίστηκαν στη καταχνιά τους.
Είχε δημιουργηθεί μια σχέση συναντίληψης ανάμεσα στον Απόλλωνα και τους υπόλοιπους μπεκρήδες που σύχναζαν στο καταθλιπτικό τούτο τόπο απόδρασης προβλημάτων, υπαρκτών ή μη. Δεν ενοχλούσε ο ένας τον άλλο φτάνει να υπήρχε η δοσοληψία του τύπου, «κέρασε μας ποτό και δεν θα σου μιλήσουμε». Έτσι ο Απόλλωνας απρόσκοπτα περιφερόταν στον βασανιστικό λαβύρινθο της παραφροσύνης της αναπόλησης και της μη προσμονής. Τα υπόλοιπα παιδιά, ξέπνοα απομεινάρια αξιοπρεπούς ή αναξιοπρεπούς - αναλόγως πεποιθήσεων- ύπαρξης, με τη σειρά τους πλανεύονταν στα δικά τους ανούσια όνειρα που άρχιζαν πάντα με το «τι αν έκανα αυτό αντί αυτό;» και κατέληγαν πάντα στο πουθενά και σε καινούριο ποτό.
Ο Απόλλωνας ανέκαθεν προσπαθούσε να διερευνήσει τις διαπροσωπικές σχέσεις ανθρώπων, με επικεντρωμένο το ενδιαφέρον του στις ερωτικές σχέσεις, εν μέσω μιας διακριτικής, αλλά διεξοδικής, έξωθεν παρακολούθησης των τεκταινόμενων ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι, με εστίαση στον τρόπο επικοινωνίας τους, κυρίως τον μη γλωσσικό.
Η ματιά τους είχε το πάθος της αγάπης ή την αδιαφορία της κουραστικής ρουτίνας ;
Κάθονταν μαζί, με λαμπερά πρόσωπα, ή κρατούσαν απόσταση, με μαραμένα πρόσωπα;
Η αγκαλιά τους ήταν γλυκιά ωσάν την πρώτη φορά ή έπαψαν να αγκαλιάζονται ;
Είχε αντιληφθεί πως για τους πλείστους αδέσμευτους, συνεχώς ασκούμενους εις την εύρεση ταιριού, η έννοια τους για την αγάπη ποικιλούσε ελάχιστα και είχε κοινές κατευθυντήριες γραμμές. Καλό παιδί ή καλή κοπέλα : ότι και εάν εξυπακούεται μ' αυτόν τον τόσο ασαφή προσδιορισμό, να έχει καλή δουλειά : δηλαδή τραπεζικός, λογιστής ή δικηγόρος, να έχει επαγγελματικούς στόχους : δηλαδή να γίνει τουλάχιστον διευθυντής, να είναι οικονομικά ανεξάρτητος : με αυτό εννοούν να είναι αρκετά πλούσιος, και ακόμη καλύτερα : να είναι επώνυμος ή επώνυμη. Και εάν τύχαινε να ρωτήσει, βλακωδώς,
« Ε καλά βρε παιδί μου αν ερωτευτείς λόγου χάρη με έναν κτίστη ή μια κομμώτρια ;», τότε εισέπραττε ένα ανασηκωμένο φρύδι, μια απορία προσώπου σε συνδυασμό με μια αισχρότατη υπεροψία που αν μπορούσε να μιλήσει εξαγριωμένη θα στρίγκλιζε, «Τι νόμισες; Θα πέσω τόσο χαμηλά;Εγώ επιθυμώ, θέλω, απαιτώ, παίρνω».
Πώς να καταλάβει κανείς τη μωρία τους; Πώς να μιλήσεις εις ώτα κωφών για τους ήχους της βροχής και του αγέρα, πως να περιγράψεις σε οφθαλμούς τυφλών τα χρώματα του ήλιου και του φεγγαριού;
Εν τέλει, ο Απόλλωνας αποδέκτηκε πως ο καθένας έχει τον δικό του ρεαλιστικό , με ελάχιστες αποκλίσεις, καθορισμό του τι εστί αγάπη, ενώ η αγάπη είναι το μοναδικό συναίσθημα των προσωρινών αναπνοών μας που παραμένει τόσο διαφορετικό και ιδιαίτερο στον καθένα από εμάς με χίλιες δυο ερμηνείες και αντιδράσεις, ώστε είναι αδύνατο να προσδιοριστεί.
Το αυτοκαταστροφικά ανήσυχο πνεύμα του Απόλλωνα, εις μάτην, προσπαθούσε να καταλάβει τι είναι η αγάπη. Ίσως επειδή ποτέ δεν είχε νιώσει το ξαφνικό άγγιγμα της που μαγικά ηλεκτρίζει την καρδιά.
Οι ματαιόπονες προσωπικές του αναζητήσεις κατέληξαν στην ουσιαστική περιφρόνηση της. Είχε δημιουργήσει μια σειρά από κυνικά, ίσως, ερωτήματα γι’ αυτήν:
Μήπως είναι η ανασφαλής αντιμετώπιση της μελαγχολίας που γεννιέται από την ανάγκη και τον πόθο για τρυφερότητα;
Μήπως είναι η ενσυνειδητοποίηση της απόλυτης θλίψης της μοναξιάς ή η ενσυνειδητοποίηση της απόλυτης μοναξιάς της θλίψης;
Μήπως είναι ο συμβιβασμός του μητρικού ένστικτου;
Μήπως είναι η ανησυχία για την κοινωνική κατακραυγή της γεροντοκόρης;
Μήπως είναι η ανάγκη να μην δουλέψεις ποτέ, μαθημένη στα εύκολα και αραχτά;
Μήπως είναι η απόδραση από μια καταπιεστική οικογένεια, παντί τρόπω;
Μήπως είναι, η αποδοχή μιας εύπλαστης συνήθειας ή η φοβία να απαλλαγείς από μια δέσμευση που δεν υπεργχειλίζει την ύπαρξη σου με, αθώα, αγνά συναισθήματα, ;
Μήπως είναι η «θυσία» για «χάριν των παιδιών» ή η θυσία για «χάριν των γονιών»;
Μήπως είναι, τελικά, μια εγωιστική ψευδαίσθηση;
Μήπως είναι, τελικά, το συνοικέσιο της ψυχής σου;
Εν πάση περιπτώσει, παντοιοτρόπως και αν αναλύσουμε την αγάπη, είτε ως προσποιητά αληθινής είτε ως ψεύτικα συμβατικής και όσους ποικιλότροπους χαρακτηρισμούς της προσδώσουμε, είτε ως πραγματικά τρελή είτε ως αρρωστημένη γλυκιά, πραγματικό δεδομένο παραμένει πως η αγάπη, σε οποιαδήποτε μορφή κι αν μετεξελιχθεί, προϋποθέτει το ότι πρέπει να μοιράζεσαι και να συζείς με αυτόν που ¨αγαπάς¨.
Μακάβρια ο Απόλλωνας συνειδητοποίησε πως η προσπάθεια συμβίωσης με οποιαδήποτε γυναίκα αποτελούσε μια απελπιστική ονειροφαντασία.
Η απομόνωση αποτελούσε το προσωπικό του απλησίαστο καταφύγιο, τη δική του αποκλειστική ζώνη. Αναπόφευκτα, η πιθανότητα μελλοντικής συμβίωσης με τις δικές τις απαιτήσεις και τα δικαιολογημένα της αιτήματα, καταπιέζει αυτή την ζώνη και την ανεξαρτησία της και μαζί απειλεί την ύπαρξη σου.
Τίθεσαι σε συναγερμό λοιπόν και προετοιμάζεις την άμυνα σου, προστατεύοντας αυτή την ζώνη, δημιουργώντας περιμετρικά άλλες ζώνες, αρκετά σθεναρές και μεγάλες σε αριθμό, οι οποίες εξουδετερώνουν τον κάθε εισβολέα, ασφαλίζοντας εαυτόν. Και οι ζώνες γίνονται σταδιακά πιο ισχυρές, ενδυναμωμένες από την ίδια την πρωταρχική αδυναμία που οδήγησε στη δημιουργία τους. Και στο τέλος στρέφονται εναντίον σου. Πλάθεις και άλλες ζώνες ώστε να κατατροπώσεις τις αναιδείς ζώνες και να επαναδιεκδικήσεις την ανεξαρτησία σου, καθώς οι ζώνες τείνουν να καταστούν εξάρτηση. Και οι καινούριες ζώνες εξυπηρετούν το σκοπό τους. Αλλά αποδεικνύονται και αυτές με τη σειρά τους αχάριστες. Και εκ νέου η ίδια ιστορία. Και αναλίσκεσαι στο να δημιουργείς ζώνες. Και σε διέπει ο παραλογισμός.
Έως ότου ξεθωριάζει η μνήμη της αρχικής, ύψιστης σημασίας ζώνης. Σημασία δεν έχει. Η ζώνη σου θα πάψει να αποτελεί στόχο. Και θα αναζητάς μοιρολατρικά έναν εισβολέα, οποιοδήποτε. Και θα καταστείς εσύ ο εισβολέας, ανεπιτυχώς, άλλης ζώνης.
Επιπόλαια δημιούργησε και συμπεριφέρθηκε στις σχέσεις του o Απολλωνάκος. Δεν πίστεψε σε οιανδήποτε απ' αυτές επειδή συνεχώς πάλευε για την εφαρμογή της δικής του θεωρίας περί της αγάπης. Στην πορεία κατέστρεψε όλες του τις σχέσεις. Προσπάθησε να κάνει επίπονους συμβιβασμούς ψυχής και να αποδεκτεί πως έπρεπε να ακολουθήσει επιτέλους το εφικτό. Και τη στιγμή που είχε την μοναδική ευκαιρία να εφαρμόσει αυτόν τον συμβιβασμό, να συζήσει και να δημιουργήσει οικογένεια, τον απέρριψε καθώς τρόμαξε πως έτσι θα ξεπουλούσε την ψυχή του. Ο Απόλλωνας, μη αντιλαμβανόμενος τη ματαιότητα του αλάθητου του, πίστευε στο ιδεατό. Το αποτέλεσμα : μοναχικότητα. Συνειδητή επιλογή.
Και θα μείνει μόνος ο Απόλλωνας, μοναχικά αποκομμένος από την αγάπη, ανυποχώρητος και αυτάρεσκα ικανοποιημένος πως διατήρησε την αξιοπρέπεια του και δεν συνθηκολόγησε. Και θα πάψουν να ασχολούνται με τον Απόλλωνα. Ήδη νομίζω έπαψαν. Και θα απομείνει ο καημός και ο ανεκπλήρωτος νόστος. Και το πικρόχολο αίσθημα της αδικίας που θα τον κατατρέχει.
Είναι γεγονός. Κόντευαν μεσάνυχτα. Τρελάθηκε ο Απόλλωνας.
Άκουγε μια αμυδρή φωνή, μελαγχολικά να τραγουδάει. «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί». Γύρισε στη αραχνοκεντημένη γωνιά σκουρόχρωμων ζωυφίων και πρόσεξε το jukebox με την πράσινη μεταλλική επιγραφή σταυρωμένη πάνω του, εξασθενισμένο να χαροπαλεύει.
Η μαχόμενη φωνή συνέχισε να τρυπώνει στα αυτιά του, «κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές, την πρώτη μέρα».
Το πρόσωπο του Απόλλωνα ξαφνικά μελανιάζει, τα κουρασμένα μάτια του απροειδοποίητα μισοκλείνουν και θολώνουν, τα πενταδάκτυλα χέρια του τρεμουλιάζουν ασυνάρτητα, τα κοκαλιάρικα πόδια του τραντάζονται από τους πυκνούς σπασμούς που εισέβαλαν και διαπερνούν ολόκληρο το κορμί του και επίμονος ξερός βήχας τον τυραννά.
«Έλα, έλα», τον καλούν σαγηνευτικά οι σειρήνες των ψευδαισθήσεων.
Καθώς ανέβαινε, ταλαντευόμενος ζαλισμένα πέρα δώθε τα σάπια και τριζάτα σκαλοπάτια της γυριστής σκάλας, ψάχνοντας το γλοιώδες κορακιασμένο πρόσωπο με τα αρπαχτικά μάτια, έστρεψε ασυναίσθητα το βλέμμα του έξω και είδε πως ο χαλασμός κόσμου είχε αντικατασταθεί από μια ανήσυχη γαλήνη και μια απρόσμενη εισβολή από χιλιάδες μικρά αστεράκια που βουτούσαν και κατάκλυζαν την οικουμένη. Ένιωσε ένα απροσδιόριστο και ακατανόητο δέος βλέποντας το ολοκόκκινο μισοφέγγαρο περήφανα να στέκεται αφ’ υψηλού και να καθοδηγεί τα αλεξίπτωτα της νύχτας που αγκάλιαζαν τα βουνά, τις θάλασσες, τα λιβάδια και τις πεδιάδες με τις δηλητηριώδεις αχτίνες της πτώσης τους.
Ο Απόλλωνας βρήκε το δωμάτιο των καταχρήσεων που αναζητούσε και άκουσε τον οικοδεσπότη φιλόξενα να τον προσκαλεί, «Καλώς τον Απόλλωνα. Καιρό να σε δούμε. Ποιος καλός άνεμος σε έφερε;».
«Γεια σου Τ.», απάντησε ο Απόλλωνας. « Ήρθα να κάνω ενδοφλέβια. Πειράζει να σε πληρώσω την άλλη βδομάδα όμως; Σήμερα δεν έχω χρήματα».
«Κανένα πρόβλημα. Με τόκο μόνο 10%. Ορίστε. Απόλαυσε. Ημέρα γιορτής σήμερα», του απάντησε γελώντας ο γενναιόδωρος πιστωτής και του πρόσφερε τον εθισμό του σώματος και του αποπροσανατολισμού.
Ο Απόλλωνας ετοίμασε με απίστευτη σβελτάδα και μαεστρία την ένεση, ανακάλυψε ανέγγιχτη φλέβα, από τις λίγες που είχαν απομείνει, έσπρωξε αργά και απαλά και άφησε το σαράκι να απλωθεί στο αίμα.
Βαθιαναστέναξε εκστασιασμένος και άρχισε να κλείνει βραδέως τα ολογάλανα θαλασσιά του μάτια. Όλα οπτάζουν κινούμενα και βυθίζεται στο απύθμενο χάος της ανεξήγητης αστάθειας, της ακατανόητης ανισορροπίας της νοθευμένης άσπρης σκόνης. Στη εσωτερική μάχη της αυτοκατανόησης και αυτολύπησης, στη προσπάθεια αναδύθησης και στο συνεπακόλουθο πνιγμό.
Αλλού ονειρεύεται πως είναι και αλλού βρίσκεται. Μια τρομαχτική δύναμη τον παρασύρει στο χείλος, αργά και ασταθές, ωσάν το φύλλο που ακροβατεί αιωρούμενο, ακολουθώντας την προδιαγεγραμμένη κάτωθι πτώση του.
«Έλα. Ουσιώδες αποτελεί το τίποτα. Και το τίποτα είσαι εσύ, μικρέ λιγόψυχε Απόλλωνα»
Κυριακή, 00 : 00. (Γύρισε η μέρα)
O νοσοκόμος δεν βρήκε τίποτα πάνω στον νεκρό που να διευκρινίζει την ταυτότητα του. Μόνο ένα βρώμικο τσαλακωμένο χαρτάκι. Το διάβασε.
« Η ολοκληρωτική αγαλλίαση από την παρουσία και την αγνή ομορφιά της αγάπης πρέπει να μηδενίζει, να τυφλώνει και να αποκρύβει τα πάντα εκτός από την ίδια. Τότε αγάπη είναι μόνο η Κ. Η Κ. είναι ο πρώτος και μοναδικός μου έρωτας, η μόνη πραγματική μου αλήθεια. Η Κ. εσωκλείει την ολότητα μου. Την διάθεση να θυσιάσω τα πάντα, την ικανότητα να παραμείνω πιστός στη ελπίδα της οριστικής αντάμωσης, πιστός στην αναζήτηση του βουνίσιου αγέρα της, των αλμυρών φιλιών της θάλασσας της, των γλυκών χαδιών από τις λεμονάτες μυρωδιές της πλάσης της. Η Κ. αποτελεί την ακατανόητη έλξη, την δύναμη να αφεθώ και να χαθώ σε ένα κυκεώνα ευφορίας, να χαμογελάσω, να γελάσω, να πονέσω και να πεθάνω. Είναι η απόλυτη ελευθερία».
Απόλλωνας - Λόγος θανάτου : Ανακοπή καρδίας λόγω νοθευμένης ηρωίνης ή, μάλλον, Ανακοπή καρδίας λόγω νόθων ονείρων.
Γάμησε τα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου