
Πόσοι από εμάς, άραγε, γνωρίζουμε πως παλιά, πολύ παλιά, ο Έρωτας ήταν θεός;
Πόσοι από εμάς, άραγε, μπορούμε να αγαπήσουμε, να αποδεκτούμε και να λατρέψουμε τη μοναδική ιδιοσυγκρασία του ενός και να μην προσπαθήσουμε ή να μην μπούμε στον πειρασμό να αλλοιώσουμε τα συμπυκνωμένα και αλληλοτρεφόμενα στη ψυχή του, απλά μικρά και μεγάλα ελαττώματα, αθώες μικρές και μεγάλες αρετές ;
Πόσοι, από εμάς, άραγε, πιστεύουμε πως η αγάπη είναι πλαστελίνη και τη πλάθουμε και την παραλλάζουμε ώστε να την μεταμορφώσουμε στο ¨τέλειο σχήμα¨, αναλόγως προσωπικών εμπειριών, κοινωνικού περίγυρου, μόρφωσης, οικογενειακών προσταγών ή οτιδήποτε προσδίδει ο καθένας ως ουσιώδες και επουσιώδες;
Πόσοι από εμάς, άραγε, προδώσαμε την αγάπη για τα ψευδαργύρια της λογικής ;
Πόσοι από εμάς, άραγε, δεν απατήσαμε ή πόσοι από εμάς, άραγε, απατήσαμε και συγχωρέσαμε τον εαυτόν μας;
Πόσοι από εμάς, άραγε, μπορούμε να περιμένουμε με βάναυση επιμονή την εκπλήρωση της αγάπης μας, κι ας μην έρθει ποτέ;
-----------------------------------------------------------------------------------
Αυτός εμφανίσθηκε με απροσδιόριστη υποδούλεια στο κατώφλι της, ανήμπορος να στηρίξει το ασταθές σώμα του, ένα μουντό πρόσωπο και μια αλλοπρόσαλλη ματιά πόνου, θυμού και απορίας. Μια ολογραφία θλίψης ντυμένη σε άσπρες κάλτσες, κοντό πράσινο παντελόνι και την αγαπημένη μακριά κόκκινη φανέλα. Απλανές βλέμμα και αιωρούμενα κοκκινόμαυρα μάτια σ'ενα ολόασπρο ασθενικό πρόσωπο, το οποίο τύλιγαν τα άγρια μαύρα γένια του, συνέθεταν τον αποσυντονισμό του.
<< Έλα μέσα >> του είπε απαλά η Δήμητρα, φοβούμενη μήπως και αναταράξει τον απρόσμενο ονειροβάτη.
Οι πληγωμένοι από καρφιά κενοί τοίχοι αντάλλαξαν έκπληκτες ματιές αναμεταξύ τους για το αλλόκοτο αυτό πλάσμα που ως δια μαγείας εμφανίσθηκε. Η χορτάτη γκριζόμαυρη γάτα της αθόρυβα σύρθηκε κάτω από ένα καναπέ, ενοχλημένη από τον παρείσακτο επισκέπτη που διατάραξε την ησυχία της. Πριν από λίγο καιρό είχε μετακομίσει η Δήμητρα. Χρειαζόταν μια αλλαγή. Και τι καλύτερο από ένα νέο σπιτικό. Νέα απαντοχή, καινούρια όνειρα.
Έστω και αν η Δήμητρα είχε επιπλώσει εδώ και τρεις βδομάδες το διαμέρισμα της ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στις τελευταίες τόσο σημαντικές λεπτομέρειες διακοσμήσεις : στα μπιμπελό, στους πίνακες, στους καθρέφτες. Επικρατούσε μια επιμελής αναρχία με διασκορπισμένους πίνακες να κοιτάζουν τον τελικό τους προορισμό, ποικιλόμορφα και πολύχρωμα αγαλμιτίδια του βούδα παρέμεναν φυλακισμένα στη κάσα τους αβέβαια για το σκοπό τους, ο ορθογώνιος και κυκλικός καθρέφτης βαριεστημένα μισοακουμπούσαν ο ένας τον άλλο.
Η Δήμητρα τους άλλαζε τοποθεσία καθημερινώς καθώς πάντα ένιωθε ανικανοποίητη για τη τελική της διαμόρφωση και εκνευρισμένη μετακινούσε, αγόραζε, πετούσε, μετακινούσε. Η ιδιαίτερη χάρη του δημιουργού ανήκει στο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα και ο επίλογος είναι ανέκαθεν ο πιο ζόρικος. Αν δεν τον τελειοποιήσεις θα τον κυνηγάς λυσσαλέα ωσότου νιώσεις ανακούφιση και ικανοποίηση για το τελικό αποτέλεσμα. Σαν τις τελευταίες πινελιές ενός ζωγράφου, τον επίλογο ενός συγγραφέα, την έβδομη μέρα του Θεού. Αυτά αποτελούν την πνοή του έργου. Τα ωραιότερα και πιο δημιουργικά επινοήματα του δημιουργού.
Ενόσω ο Ερμής, που ίσα ίσα μπορούσε να σταθεί στα καχεκτικά του πόδια, με μισόκλειστα μάτια προσπαθούσε να μιλήσει από το ξερόστομα του, μπόχα κακής ποιότητας whiskey αναδυόταν στην ατμόσφαιρα.
Η Δήμητρα δεν μπορούσε να καταλάβει τον ωχρό ήχο των εξασθενισμένων φωνητικών του χορδών. Μόνο το <<δεν είμαι καλά>> άκουγε. Και το <<Άρτεμις>>. Ο Ερμής τραύλιζε, τρέκλιζε και έκλεγε. Όλα παρουσιάζονταν θαμπά και ακατάπαυστα περιστρεφόμενα γύρω του.
Η Δήμητρα, βλέποντας τη αφασία στη οποία βρισκόταν ο Ερμής σκέφτηκε πως οποιαδήποτε προσπάθεια συζήτησης θα ήταν ανούσια, και, εξάλλου, ο Ερμής θα λιποθυμούσε αν δεν πήγαινε να ξαπλώσει σύντομα. Έτσι τον μισό-κουβάλησε, τον τράβηξε, τον έσυρε και λίγο, και τελικά κατάφερε να τον μεταφέρει στο κρεβάτι.
Μετά βίας κατάφερε, σκουντώντας τον πέρα δώθε, να στρώσει καινούρια σεντόνια. Έβγαλε με δέος την γνώριμη του φανέλα, παρέμεινε αποσβολωμένη να κοιτάζει τις απλωμένες φτερούγες από γυμνή σάρκα που εκτέιθονταν μπροστά της, την επανέφερε από την ονειροφαντασία της συναίνεσης των οργάνων τους η άναρθρη ομιλία του, τον σκέπασε και παρέμεινε στο προσκεφάλι του θωπεύοντας τρυφερά το κεφάλι του έως ότου αυτός αποκαμωμένος αποκοιμήθηκε. Ταραγμένος ο ύπνος του. Παραμιλούσε συνεχώς, το σώμα του αδιάλειπτα άστατο, το πρόσωπο του παρέμεινε αγαλήνευτο καθόλη την διάρκεια. Τουλάχιστον δεν ροχάλιζε.
Βασανιστική η αϋπνία της. Τον παρακολουθούσε αδιάκοπα. Σαν να έβλεπε πρώτη φορά ημίγυμνο κορμί πλάι της. Τον εξερευνούσε με τη σχολαστική λεπτομέρεια ενός παιδιού που ανακαλύπτει κάτι καινούριο και προσπαθώντας να εξοικειωθεί μαζί του ελπίζει να ανακαλύψει ένα κρυμμένο θησαυρό. Τους σχηματισμούς του προσώπου του, τις κινήσεις των μελών του, τις αντιδράσεις του κορμού του. Έπαιζε με τα μακριά του δάκτυλα, χάιδευε τα άταχτα μαλλιά του, ζωγράφιζε με τα χέρια της τις αναλογίες του.
Αυτός και να τον βίαζες που λέει ο λόγος δεν θα έπαιρνε χαμπάρι. Έτσι η Δήμητρα άδραξε, καιροσκοπικά, τη χρυσή ευκαιρία που της πρόσφερε η κατάσταση αποσυντίθεσης του Ερμή και συχνά πυκνά του έσκαγε ένα γρήγορο φιλί στα χείλη, που τόσες πολλές φορές είχε φανταστεί να την περιλούζουν με την αλμυρή υγράδα τους. Αναψοκοκκίνισε και λιγάκι, αλλά άφησε τα φιλιά της ως εκεί και δεν τράβηξε για τη Βασιλεία των Ουρανών. Ήθελε να φτάσει εκεί με το σπαθί της.
Το ξύπνημα από τρικυμισμένους ύπνους - του καθενός φυσικά η τρικυμία ήταν διαφορετική σε ένταση και αρχινούσε από διαφορετικούς λόγους, αλλά, κατέληγε πάντα στο ίδιο παραπλανητικό συναίσθημα της απογοήτευσης - τους βρήκε στη κουζίνα, έτοιμους για το τονωτικό του σώματος και του νου.
Η Δήμητρα πήγε να του ετοιμάσει καφέ. Να τον φροντίσει και πάλι. Ο καφές σκέτος. Ούτε με ολίγη, ούτε γλυκός. Πάντα σκέτος. Ποτέ frapuccino, cappuccino ή οτιδήποτε ccino. Η απλότητα του σκέτου καφέ αντικατόπτριζε το δικό του απλό βίο. Του έφερε την εφημερίδα και τα τσιγάρα του. ΄Ήξερε πως ο πρωινός καφές με τσιγάρο και εφημερίδα ήταν η ιεροτελεστία του. Τον γνώριζε τόσο καλά.
Γνώριζε την κάθε του συνήθεια και παραξενιά, τις ανασφάλειες και τις ιδιοτροπίες του. Τον αγαπούσε πιότερα για τις ¨ιδιαιτερότητες¨ του αυτές. Αγαπούσε την τρέλα του χαρακτήρα του. Και δεν ήταν λίγα τα κουσούρια του. Πολλές ενοχλούνταν με την απροσδιόριστη και αδιασαφήνιστη φύση του, απόρροια της καθημερινής κυκλοθυμίας του και απηυδούσαν με τις συναισθηματικές του μεταπτώσεις. Ενας μοναχικός καπετάνιος μ’ έτοιμα πανιά για αναχώρηση στον ατέλειωτο ορίζοντα.
Ανισσόροπο τον αποκαλούσαν, αλλά ας μην προδικάζουμε. Ίσως οι ανισσόροποι να είναι οι ισορροπημένοι και αντιστρόφως, οι ισορροπημένοι οι ανισσόροποι. Οι ανισσόροποι, τουλάχιστον, δεν ναρκισσεύονται στην λήθη της νωθρότητας και στην αποδοχή της αδράνειας, αλλά, συνεχώς ανικανοποίητοι, ψάχνουν κάτι. Το τι ψάχνουν δεν μπορούν να το προσδιορίσουν όπως δεν μπορείς να προσδιορίσεις την ίδια την ζωή. Αλλά το προζύμι της ζωής έγκειται στο φουρτουνιασμένο ταξίδι όπως είπε ο σοφός ποιητής.
Για τον ιδιόρρυθμο Ερμή, το κυριότερο πρόβλημα ήταν η εσωτερική πίεση, - αυτοδημιούργητα ψυχολογικά προβλήματα ίσως; - που ένιωθε ο ίδιος να τον κυριεύει σ’ οποιαδήποτε του σχέση.
Την παρομοίαζε σαν ένα φίδι που σε σαγηνεύει προκλητικά με το στριφτό του χορό και το αγκαλιάζεις, αφήνοντας το να ανοιχθεί απαλά γύρω σου. Και ενώ το φίδι σε σκεπάζει, σιγά σιγά αρχίζει να σε σφίγγει αμυδρά, τόσο αμυδρά ώστε να μην διακρίνεις την αλλαγή Και εσύ αυτάρεσκα ικανοποιημένος από την ασφάλεια που σου παρέχει δεν αντιλαμβάνεσαι πως ο κόμπος του φιδιού και η πίεση που εξασκεί εντείνεται. Ωσότου το αντιληφθείς διαπιστώνεις πως τα χέρια σου είναι αδρανές. Τα ίδια χέρια που αγκάλιασαν το φίδι, τώρα σφιχτοδεμένα, αδυνατούν να ελευθερωθούν. Ανίκανος να ξεφύγεις από τα τανάλια του, έρμαιο της κυριαρχίας του, είτε αποδέχεσαι πως είσαι ένα κοροΐδο που παραπλανήθηκε και αποδέχεσαι τη καταθλιπτική μοίρα σου, είτε, απέλπιδα, προσπαθείς να δραπεύσεις και αιχμαλωτίζεσαι και πάλι. Εάν καταφέρεις να δραπετεύσεις, θα εξέλθεις σοφότερος αλλά όχι αλώβητος από την περιπέτεια αυτή. Πάνω από όλα φοβισμένος. Φοβισμένος να δεχτείς άλλο φίδι. Καχύποπτος απέναντι στις διαθέσεις του. Ακόμη και όταν εμφανίζεται το γλυκύτερο και αγαθότερο φιδάκι. Για σένα όλες οι μεταμφιέσεις των φιδιών θυμίζουν το ένα και μοναδικό. Γίνεσαι οφιδοκυνηγός.
<<Μπορείς να εμπιστευθείς ένα φίδι; Ακόμη και μη δηλητηριώδες, ακόμη και το πιο μικρό; >> έλεγε συχνά πυκνά ο Ερμής για να δικαιολογήσει τη δική του αδυναμία να εκπληρώσει το σεργιάνί της ψυχής, της καρδιάς ,της αιώνιας αναζήτησης...
<<Ένας θρασύδειλος είναι που φοβάται να αντιμετωπίσει τον έρωτα. Μόνο ένας θρασύδειλος διερωτάται αν ο έρωτας είναι συμβιβασμός>> κατέληγε η Δήμητρα όταν μονολογούσε στο άδειο μπουκάλι που την συντρόφευε στις περιπλανήσεις του ανεκπλήρωτου πόθου και όταν η ανύπαρκτη αγάπη, τρεμουλιαστή και μετέωρη εμφανιζόταν στις αντανακλάσεις των δακρύων της. Έως πότε θα κυνηγά την άφταστη οπτασία;
Τον κοίταζε τώρα αντίκρυ της και λαχταρούσε να τον χαϊδέψει, να τον παρηγορήσει, να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει, να του απαλύνει τον πόνο και να λυτρωθεί από τον δικό της.
<<Ευχαριστώ αγάπη μου>> εδέησε να μιλήσει ο Ερμής.
<<Σταμάτα να με αποκαλείς πλέον αγάπη σου. Θέλω να με αποκαλέσεις αγάπη μου όταν θα κάνουμε έρωτα, όταν θα παντρευτούμε, όταν θα χορεύουμε στο γάμο των παιδιών μας , όταν ρυτιδωμένοι θα παίζουμε με τα εγγόνια μας >> επιθυμούσε να πει η Δήμητρα.
Αντ’ αυτού του είπε <<Δεν κάνει τίποτα αγάπη μου>>.
<<Τι έγινε;>> ρώτησε, τάχα, αδιάφορα.
<<Θέλω έναν άνθρωπο να του δώσω την καρδιά μου>>, της απάντησε λακωνικά ο Ερμής, λες και της είπε τίποτα σπουδαίο. Αντιθέτως, μετέφραζε στα Ελληνικά μυριάδες προσευχές χιλιάδων γλωσσών που καθημερινά ξεστόμιζαν σιωπηλά τις ίδιες λέξεις.
<<Και για αυτό χάθηκες 6 μήνες; >> μισογέλασε κοροϊδευτικά η Δήμητρα.
<<Έπρεπε να μείνω μόνος>> της είπε κοφτά ο Ερμής.
Ο Ερμής απέκοπτε τον εαυτό του από τους γύρω του. Απέφευγε κάθε συνάθροιση, κλεινόταν σπίτι , έκλεινε το κινητό του, διάβαζε βιβλία, άκουγε μουσική, έγραφε, μπεκρούλιαζε και πλάνταζε στο κλάμα. Το αποκαλούσε, κάθαρση ψυχής. Εκείνη το αποκαλούσε κάθαρση όλου του ποτού του σπιτιού του και του γειτονικού περιπτέρου.
Ο Ερμής προσπάθησε να εξηγήσει αυτή την συμπεριφορά στη Δήμητρα τη πρώτη φορά που είχε εξαφανιστεί στις ρουφήχτρες της αυτολύπησης, περιφερόμενος στην άβυσσο της παράνοιας, <<Όταν δεν είμαι καλά χρειάζομαι την απόλυτη νηνεμία που μου προσφέρει η μοναχικότητα μου και η μειλίχια αίσθηση της μοναξιάς. Απολαμβάνω την θαλπωρή της συντροφιάς μου και την ηδονή που μου προσφέρει η απόσυρση από τους τριγύρω. Την απεξάρτηση από την ανάγκη συνομιλίας διότι δεν θέλω και δεν έχω τίποτα να πω>>. Πως αλλιώς μπορούσε να περιγράψει την ανεξήγητη φύση του άλλωστε; Έτσι είχε δημιουργηθεί από την πλάση το μεδούλι των οστών του
Εκείνη δεν τον ξαναναζήτησε όταν και πάλι είχε εξαφανισθεί στη κρυψώνα του. Τον περίμενε να ξανάλθει. Σύγχρονη Πηνελόπη. Με επίδοξους μνηστήρες μεσούσης της διάρκειας πολιορκίας του απροσπέλαστου κάστρου. Φρουροί οι ελπίδες αντάμωσης. Τείχη η αδιάβατη τάφρος της καρδιάς της. Οι πολιορκητές κατέληγαν με μικρά απολειθάρια του τοιχώματος, ενθύμιο της αποτυχίας τους. Όπως τα απολειθάρια του τείχους του Βερολίνου, ενθύμιο της αποτυχίας των σοφιστών της γης να μοιράσουν ένα έθνος στα δυο.
Θα ήθελα και εγώ ένα απολειθάρι από το τείχος της Κύπρου.
Μόνο που στην περίπτωση της αρχικής Πηνελόπης η άμυνα κατευθυνόταν από την πίστη για επανασύνδεση. Της σύγχρονης κατευθυνόταν από την ελπίδα της αρχικής σύνδεσης, που μπορεί να μην ερχόταν ποτέ. Έως τότε απέκρουε τους πολιορκητές και έπλεκε ένα ατέλειωτο κουβάρι το οποίο ξετυλιγόταν συνεχώς αφήνοντας πίσω του ζαρωμένες και πλαδαρές κλωστές, χαμένα χρόνια.
Κάποτε καρτερούσε να δει τον Ερμή έναν μήνα, άλλοτε 3 μήνες,αλλά ποτέ έως τώρα 6 μήνες. Πέρασαν κιόλας 6 μήνες;
6 μήνες και η λησμονιά για τον Ερμή δεν έπαψε να την κατατρέχει. Και εκείνη δεν προσπάθησε να την αποβάλει, την αποδέχτηκε και παρέμενε εκεί, μαζοχιστικά μαγνητισμένη στα επίπονα της χτυπήματα.
<<Πέρασαν κιόλας 6 μήνες. Καλά, που με βρήκε τότε;>>, διερωτήθηκε η Δήμητρα.
<<Γιατί έπρεπε να μείνεις μόνος;>> ρώτησε η σύγχρονη Πηνελόπη.
<<Μίλησα της Άρτεμις και εισέπραξα την απόρριψη της. Οπόταν έπρεπε να μείνω μόνος να υποστώ το αβάσταχτο μαρτύριο της ακατάλυτης ανηφόρας μιας ανεκπλήρωτης αγάπης>> είπε ο Ερμής.
Κάπως μελοδραματικός ο εικοσιπεντάχρονος, δεν νομίζετε;
Ξερόβηξε η Δήμητρα. <<Τι της είπες;>>
<<Πρέπει να αφεθώ στον στρόβιλο των συναισθημάτων μου για σένα και να σου πω επιτέλους την αλήθεια και να εξαγνιστώ. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Σε αγαπώ. Δεν θέλω να είμαι ο κολλητός σου. Ζητώ να είμαι δίπλα σου. Τρέμω όταν σε αγγίζω. Λαχταρώ να σε ανταμώσω. Κατατρέχεις τη σκέψη μου. Φθονώ αυτόν που αγκαλιάζεις. Ζηλεύω όταν λάμπεις ολόκληρη για χάρη άλλου. Λατρεύω την κάθε σου ιδιαιτερότητα, με γαληνεύει η παρουσία σου και αποζητώ την τρέλα σου. Ανανεώνεις την ύπαρξη μου>>.
Αυτά λοιπόν είπε ο Ερμής της Άρτεμις. Ξεγυμνώθηκε μπροστά της και δέχτηκε τα σκληρά μαστιγώματα της απόρριψης.
Η Δήμητρα σαν να άκουγε τον εαυτό της όταν ανάσταινε τον Ερμή και του μιλούσε. Λόγια που σταλιά σταλιά τα είχε αποστηθίσει αλλά η δείλια φρουρούσε πιστά την ψυχή της και εμπόδιζε κάθε προσπάθεια εκστόμισης της αλήθειας. <<Διαφυλάσσω την αξιοπρέπεια σου>> έλεγε.
Η Δήμητρα σύγκρινε τη δική της ατολμία με την τόλμη του Ερμή και αναγνώρισε την ανωτερότητα και την λύτρωση του. Μια λύτρωση που και εκείνη προσδοκούσε.
Ο Ερμής, τουλάχιστον, είχε το θάρρος να παλέψει με τα αρχέγονα μουγκρισμένα θεριά που κατοικούσαν τα καταγώγια της ύπαρξης του και να ελευθερωθεί, έστω και αν ο πόνος βόσκει ακόμη τις πληγές του. Όταν χορτάσει θα αποπροσανατολιστεί και θ’αναζητήσει άλλες ματωμένες υπάρξεις.
Μα ήταν μήπως θαρραλέα η πράξη του Ερμή ή μήπως κατευθυνόταν από την επιθυμία του να πληγωθεί; Ο καταθλιπτικός αδημονεί να πληγωθεί, κατευθύνει την συμπεριφορά του και τις συχνά αναίτιες αντιδράσεις του έχοντας ως απώτερο στόχο να πονέσει και να ικανοποιήσει την ανάγκη αυτολύπησης του. Και ο Ερμής ήταν καταθλιπτικός τύπος.
<<Και τι απάντησε;>> ρώτησε ανυπόμονα η Δήμητρα.
Ο Ερμής σαν να φοβόταν πως εάν επαναλάμβανε αυτά που του είχε πει η Άρτεμις, και μπορούσε να τα επαναλάβει καθώς τα είχε αποστηθίσει προσπαθώντας να ανακαλύψει ένα κρυμμένο κωδικό πίσω από αυτά, θα επανέφερε το φαρμακερό συναίσθημα της κατά πρόσωπο απόρριψης που τον είχε κατακεραυνώσει τη μέρα εκείνη, της είπε πως τον απέρριψε ευγενικά και το άφησε ως εκεί.
Η Δήμητρα το κατάλαβε αυτό. Έτσι κι αλλιώς η απόρριψη σε όλες τις διαστάσεις της παραμένει απλώς μια απόρριψη. Τον ρώτησε τι έκανε μετέπειτα.
<<Βαρέθηκα να είμαι ζητιάνος της αγάπης σου της είπα και έφυγα. Έκτοτε δεν της έχω μιλήσει >>.
Ο καλύτερος τρόπος απομυθοποίησης ενός προσώπου παραμένει η μη επικοινωνία και το πέρασμα του χρόνου που σβήνει τις αναμνήσεις και τους λόγους που οδήγησαν στον έρωτα και την αγάπη. Σιγά σιγά το βασανιστικό αυτό συναίσθημα εξασθενεί και αντικαθίσταται την από επιθυμία για νέα αναζήτηση. Ο καταθλιπτικός Ερμής όμως έκανε ακριβώς το αντίθετο. Δεν επικοινωνούσε με την Άρτεμις ακριβώς για να μην αλλάξει αυτό το βασανιστικό συναίσθημα,καθώς εκστασιασμένος από τη καταπιεστική δύναμη της απόρριψης και του ανεκπλήρωτου το τροφοδοτούσε συνεχώς στο μυαλό του όπως εκείνος εφεύρισκε σοφότερα.
<< Και εγώ μαριονέτα της ζωής σου φώναξε η Δήμητρα>>. Αλλά όχι, αόρατα εμφανίστηκε η δειλία και με το κοφτερό της μαχαίρι απέκοψε την αλήθεια και την διαμέλισε, αφήνοντας την να συρθεί πίσω στα σπλάχνα της.
Ξέσπασε ο Ερμής και άρχισε να παραμιλά, για να ξεθυμάνει και να αποβάλει τα απωθημένα. Είχε βαρεθεί να εφευρίσκει ανύπαρκτα πρόσωπα, είχε κουραστεί να δημιουργεί υποθετικά σενάρια, να διαλογίζεται και να συνομιλεί με πορφυρόχρωμο whiskey.
<<Η ζωή ακολουθεί την δική της λογική. Και η καρδιά τη δική της. Και γιατί αυτή η ατέλειωτη και ατέρμονη αναζήτηση της αγάπης; Και γιατί ο έρωτας της φαντασίας είναι καλύτερος από τον έρωτα της πραγματικότητας; Και εσύ το αντιλαμβάνεσαι ή τουλάχιστον κατανοείς την προσωρινή παραφροσύνη που σε οδηγεί ο έρωτας, καθώς μόνο προσωρινή μπορεί να θεωρηθεί η εμμονή σου για ένα χρονικό διάστημα σε ένα πρόσωπο, που , ειρήσθω εν παρόδω, ανέξηγητα εξαφανίζεται>>, της είπε.
Ο Ερμής θεωρούσε τη Δήμητρα ανίκανη να νιώσει και να βιώσει το συναίσθημα της αγάπης, καθώς συνεχώς άλλαζε ερωτικούς συντρόφους. Αυτό που αδυνατούσε να αντιληφθεί ο Ερμής, όπως και τόσοι πολλοί από εμάς που αβίαστα εξάγουμε εύκολα συμπεράσματα, συχνά υποκινούμενοι από τη διάθεση να μειώσουμε τον αποδέκτη της πισώπλατης κριτικής μας και αποσκοπώντας στα να ηθικοποιήσουμε - σάμπως και μπορεί να διασαφηνιστεί η ηθική - τη δική μας συμπεριφορά, ηθελημένα αγνοώντας το σκάψιμο στα ενδότερα μας γιατί θα μας τρομάξει η χυδαιότητα τους, είναι το ότι η εναλλαγή ερωτικών συντρόφων, αποκομμένη από συναισθηματικά δέσμια, αποτελούσε, απλούστατα, μια ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών της, και τίποτα άλλο.
Και αφού Ερμή υποστηρίζεις πως ο άνθρωπος χωρίζεται στο φυσικό και στο ψυχικό, τότε το ψυχικό της Δήμητρας, να δούμε πότε θα το καταλάβεις επιτέλους, αποτελεί κτήμα σου.
Και προς υπεράσπιση της Δήμητρας αποτελεί πως το καθετί που έκανε το έκανε δίχως να αισθανθεί ντροπή, δίχως να κατευθύνεται από αλλότρια κίνητρα, δίχως να νοιάζεται τι θα πει το τραπέζι του τσαγιού. Ανοικτά και φανερά όλα. Δεν ενοχλούσε κανένα, δεν είχε να φοβηθεί τίποτα. Κυριότερα, ένιωθε έντιμη με τον εαυτό της.
Η Δήμητρα δεν ήταν η υπεροπτική κυρία της μπιρίμπας που πίσω από κλειστές πόρτες πάει με όλους. Δεν ήταν η μη μου άπτου κυρία του αλαζονικού μισοψυθυρίσματος λυκοφιλιών. Δεν ήταν η χρυσοστολισμένη κυρία των κοινωνικών συναθροίσεων αλληλοκερατάδων. Δεν έκλεισε κανένα σπίτι. Μόνο με αδέσμευτους έμπλεκε. Δεν βγήκε ποτέ πλουσιότερη σε ρούχα και κοσμήματα από οποιοδήποτε σύντομο δεσμό. Μόνο πλουσιότερη σε εμπειρίες.
Η Δήμητρα δεν πούλησε το κορμί της για επαγγελματική ή κοινωνική ανέλιξη- και στη ματαιόδοξη χώρα όπου ζούσε η αναρρίχηση στη επαγγελματική και κοινωνική κλίμακα αποτελούσε πρώτιστο ζήτημα τιμής-. Το πούλησε μόνο για την ηδονή της.
Ποιος κοιμάται ησυχότερα άραγε; Η κυρία του λούσου ή η κυρία της επιβίωσης ;
Εσύ Ερμή που γύριζες τα καταγώγια ενόσω ήσουν φαντάρος, εσύ Ερμή που έκανες one night stands φοιτητής στην Αγγλία, εσύ Ερμή που έκανες δεσμούς του ένα μήνα για το sex, έχεις την αναίδεια να ψυχογραφείς τόσο επιδερμικά την Δήμητρα; Εσύ Ερμή ;
Ο Ερμής απτόητος. <<Δεν γνωρίζω τι είναι η αγάπη. Δεν έχω την δύναμη, το βάθος, την πνευματική διαύγεια, την ψυχική ηρεμία, την ευγενική ψυχή να προσδιορίσω τι είναι η αγάπη>>.
Τρόμαξε με αυτό που άκουσε. Οι λέξεις, που έρχονται και παρέρχονται μηχανικά σε στιγμές εξάρσεις, συχνά κρύβουν ένα απλό και πραγματικό αληθινό: την υποσυνείδητη αλήθεια που φοβισμένη, σκαρφαλώνοντας στο λίπος της πλάνης, προσπαθεί να ξεπροβάλει. Στις λίγες της επιτυχίες χάνεται στην ανούσια πολυλογία του εαυτού. Αλλά κατάφερε να την αποκλείσει ο Ερμής και να την συλλάβει, μετατρέποντας την σε ενσυνειδητοποίηση η οποία τον χαστούκισε απρόσμενα. Ανατρίχιασε με το ενδεχόμενο να μην μάθει ποτέ τι είναι η αγάπη. Τι είναι άραγε η αγάπη;
Τον επανέφερε προσωρινά από τα ενδόμυχα ερωτήματα η Δήμητρα, αλλά έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του πως θα συνέχιζε μεταγενέστερα την ανάλυση της πλάνης. Μοιραία δεν αντιλήφθηκε την παγίδα. Η ενσυνειδητοποίηση ενός από τα πολλά σου υποσυνείδητα αναβιώνει τα υπόλοιπα υποσυνείδητα και αυξάνει την άφθαρτη μάχη ενάντια στη πλάνη.
<<Μα αυτό το ψάξιμο σου έχει πολλούς παραδρόμους και προορισμούς και α..>> προσπάθησε να του απαντήσει η Δήμητρα.
<<Εν κατακλείδι όλα οδηγούνται σε ένα μονόδρομο. Και ο μονόδρομος έχει τέλος>> την διάκοψε ο Ερμής, ανυπόμονος να προστρέξει στο αυτοκαθορισμένο ραντεβού…..
Απαισιόδοξος όπως πάντα καταλήγει στο ασφαλέστερο συμπέρασμα, σκέφτηκε η Δήμητρα. Ο Ερμής μιλούσε με την δυσνόητη λογική ενός πληγωμένου, αποκρύβοντας το εσωτερικό δίλημμα της πληγωμένης καρδιάς ή του πληγωμένου εγωισμού. Και η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στο ότι την πληγωμένη καρδιά μπορείς να την αντιμετωπίσεις, χρησιμοποιώντας τη λογική, και να την επουλώσεις, τον πληγωμένο εγωισμό όμως; Πως να μεταβάλεις την ψυχοσύνθεση του εγωισμού;
<<Μηδέν άγαν>> του είπε η Δήμητρα. Χρησιμοποιούσε συχνά αρχαία γνωμικά. Όχι μέσα στο πλαίσιο της επικαλυμμένης αυτοπροβολής ή της έπαρσης ανθρώπων που μαθαίνουν πέντε δέκα ρητά και τα εκστομίζουν μπροστά σε κόσμο για επίδειξη σοφίας και ευγλωττίας, λόγω χάρη οι πολιτικοί. Συχνές τους εκφράσεις, Εκ των ων ουκ άνευ, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, έπεα πτερέοντα.
Η Δήμητρα θαύμαζε τους αρχαίους γλωσσοπλάστες Έλληνες. Αντιλαμβανόταν το πλούτος, το βάθος, τη διαχρονικότητα, τον πνευματισμό και την μοναδικότητα της μόνης γλώσσας που επιβίωσε σχετικώς ανέγγικτη από κατακτήσεις και τον χρόνο. Που δάνεισε και δεν δανείστηκε από άλλους πολιτισμούς και σχηματίζει κάθε μέρα τις γλώσσες του κόσμου Εξάλλου μόνον στον Ερμή μιλούσε έτσι. Και ο Ερμής μόνο σε εκείνη μιλούσε έτσι.
Συνέχισε η Δήμητρα, αγνοώντας την προηγούμενη προσπάθεια διαφυγής του Ερμή. Τώρα που ήταν εδώ δεν θα τον άφηνε να φύγει αμαχητί. 6 μήνες είχε να τον δει.
<< Δεν επιβάλλεται να ακολουθήσεις τον προκαθορισμένο δρόμο>> του είπε. << Ο μονόδρομος δεν είναι το τέλος. Είναι η συνειδητή επιλογή σου. Χωρίς πισωγυρίσματα. Εις γνώσιν σου. Εσύ τον διάλεξες. Ακολούθα τον πιστά. Χωρίς φόβο. Χωρίς να παρασύρεσαι από τον προσωρινό πόνο. Αυτό καθίσταται επικίνδυνο. Μην ακολουθήσεις το δρόμο της συμβατικότητας, τον συμβιβασμό της διαχρονικά διαμορφωμένης εξέλιξης της ανθρώπινης φύσης όπως τον θέτει η ανάγκη για οικογένεια, όπως το επιτάσσει η κοινωνία. >>
Η Δήμητρα παρακινούσε τον Ερμή να αναζητήσει το μαγικό όπως εκείνος το καθόριζε και να μην το εγκαταλείψει στην απόγνωση της μοναξιάς, έστω και αν γνώριζε πως η ίδια θα μπορούσε να αποτελέσει ένα παρακλάδι της μοναξιάς του ή, έστω, της σεξουαλικής του απόγνωσης. Δεν επιθυμούσε τη ψεύτικη αυτή αγάπη. Δεν ζητούσε ανταλλάγματα από την αγάπη. Επιθυμούσε ο Ερμής να είναι ελεύθερος ακόμη και από κείνη. Τον άφηνε να πετάξει ελεύθερα και μακριά, δίχως, καν, να προσπαθήσει να ματώσει τις φτερούγες του. Δεν πλαστογραφούσε την αγάπη. Έτσι αν ερχόταν ποτέ σε εκείνη, θα ήταν πραγματικά αληθινό.
Δεν άντεξε όμως και ξεστόμισε την κακεντρέχεια της για τον εχθρό, αναπόσπαστο ελάττωμα κάθε ζηλιάρας καρδιάς. Όσο και να προσπαθούσε να το πατάξει, της ήταν αδύνατον να ελέγξει τους ειρμούς της πληγωμένης και ανικανοποίητης καρδιάς της.
<<Η Άρτεμις κινείται ανάμεσα σε ένα φουσκωμένο σύννεφο αδιαφανής ομίχλης που όσο προσπαθείς να το αρπάξεις εξαφανίζεται όπως το κερί που το σβήνει το απότομο και απροειδοποίητο φύσημα του αγέρα. Το περικάλυμμα του σύννεφου σε ξεγελά. Διότι το εσωτερικό του είναι ελαφρύ και συνεχώς ταξιδιάρικο, τυχοδιωκτικά αναζητά άλλα σύννεφα. Τραβά για άλλα παραμύθια>> είπε η Δήμητρα, και ανασηκώθηκε, τάχα, για να βάλει νερό.
Η Δήμητρα πάλευε με τον εαυτό της ενόσω το νερό έπνιγε το ποτήρι. <<Δεν υπήρχε λόγος να το πω αυτό. Τι προσπαθώ να κάνω; Σε τι είδους άνθρωπο παραμορφώνομαι;>>. Σαν να διάβαζε τη σκέψη της το είδωλο της στο καθρέφτισμα του καμαρωτού παραθύρου την εμφάνισε ολόμαυρη και ρυτιδωμένη. Εκείνη δεν το πρόσεξε.
Σε πέντε λεπτά θα φύγω σκέφτηκε Ερμής. Άρχισε να προετοιμάζεται.
<<Τι θα γίνει με το τριαντάφυλλο; Θα το πετάξεις επιτέλους;>> της είπε απότομα, αγνοώντας το τελευταίο της σχόλιο.
Η Δήμητρα κοίταξε το τριαντάφυλλο που κειτόταν μαραμένο στο νεκροφόρο βάζο της κουζίνας.Θυμήθηκε μια παλιά έκφραση του Ερμή. <<Τα επικίνδυνα αγκάθια του τριαντάφυλλου έστω και αν σε ματώνουν είναι πιο θελκτικά από τα αγγελοστρωμένα νεκρά πέταλα του, καθώς γεννούν νέα πέταλα, νέα ζωή>>.
Η εσωτερική πάλη της Δήμητρας και ο ανούσιος εμφύλιος έληξε. Το αποτέλεσμα του δεδομένο πριν την έναρξη του. Θριάμβευσε ο ανίκητος Ερμής.
<< Ναι, ως και τα αγκάθια του νέκρωσαν. Όσο κατηγορώ την Άρτεμις τόσο περισσότερο τον οδηγώ στα ελκυστικά και επικίνδυνα της αγκάθια. Δεν θα την ξαναμειώσω γιατί, πάνω από όλα δεν με συμφέρει>>. Αποφάσισε η Δήμητρα.
<< Μόνο τα αγκάθια αξίζουν>> απάντησε χαμογελαστά και σταμάτησε την άσκοπη ροή του νερού που κόντευε να γεμίσει όλα τα ποτήρια της βρύσης.
Ακολούθησε παρατεταμένη σιγή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ρουφηξιές του καφέ, το μετροφύλλημα της εφημερίδας και το φύσημα της νικοτίνης. Περιπλανώμενοι και οι δυο στις απογοητεύσεις τους.
<<Δίδυμος. Αντιμετωπίστε τα πάθη και τους φόβους σας. Είδες Δήμητρα; Πρέπει να αντιμετωπίσεις τα πάθη και τους φόβους σου όπως ολοένα σου λέω>> διέκοψε την σιωπή ο Ερμής. Του άρεσε να την πειράζει.
Δεν θα το έκανε όμως αν μπορούσε να αντιληφθεί πως το πάθος και ο φόβος που αδυνατούσε να αντιμετωπίσει η Δήμητρα ήταν ο ίδιος.
<<Εσένα τι λέει;>>απάντησε η Δήμητρα, συμμετέχοντας στο παιχνίδι.
<< Η αγάπη είναι πιο κοντά απότι πιστεύετε. Άτε αισιχτήρ. Μαλακίες>>, ύψωσε την φωνή του ψευτοεκνευρισμένα και δίπλωσε την εφημερίδα.
Και όμως η αγάπη ήταν τόσο κοντά. Ένα άπλωμα χεριού.
Η Δήμητρα πήρε ένα χλευαστικό ύφος σάμπως και περιγελούσε την προφητεία. << Όντως >>συμφώνησε. Τον Ερμή κορόιδευε. Τον βλάκα.
Αιφνίδια σηκώστηκε ο Ερμής. << Έφυγα, ευχαριστώ πολύ. Το εκτιμώ>>.
Τα πέντε λεπτά είχαν περάσει.
<<Ναι, όλο με εκτιμάς και με περιφρονείς>> διαμαρτυρήθηκε νοερά η Δήμητρα. <<Θα φύγει τώρα . Πότε θα τον ξαναδώ;>>. Φλογίστηκε ολόκληρη.
Ήθελε να είναι μόνος. Και πάλι μόνος. Και πάλι μόνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου