"Έπρεπε να έρθω εδώ" της είπε ο Ερμής καθώς κοντοστεκόταν στην μισάνοιχτη εξώπορτα. "Ήθελα να με δεις σ'αυτήν την κατάσταση, να με κάνεις να ντραπώ, να με φέρεις στα σύγκαλα μου. Αλλά εσύ με δέχτηκες με αβρότητα και στοργή, δεν με έκρινες, δεν με έκανες να ντραπώ. Είσαι η καλύτερη μου φίλη. Δεν πόνεσα για σένα. Δεν έκλαψα για σένα. Ευχαριστώ>".
<< Για αυτό είναι οι φίλοι>>του απάντησε η Δήμητρα εμφανίζοντας το ψεύτικο της χαμόγελο που είχε μάθει πλέον καλά τον σημαντικό του ρόλο.
<<Μα θέλω να κλάψεις. Θέλω να μεθύσεις για μένα. Θέλω να σε κάνω να πονέσεις. Καταριέμαι την μέρα που σε είδα και σε γνώρισα>> επιθυμούσε να ξεφωνήσει το παράπονο της Δήμητρας.
<<Καλή σου μέρα>> του ψέλλισε αδύναμα. Ο Ερμής δεν αντιλήφθηκε την τρεμάμενη φωνή της. Ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του και στη βιασύνη του να φύγει. Αν μπορούσε έστω και μια στιγμή να κοιτάξει τα γεμάτα λαγνεία μάτια της, το παραδομένο της βλέμμα, τις ανήσυχες ταλαντεύσεις θα τα καταλάβαινε όλα. Εάν την κοίταζε μια στιγμή στα πέντε τόσα χρόνια. Μια μέρα στις 1825 μέρες. Ένα λεπτό στα 43800 λεπτά. Ένα δευτερόλεπτο στα 2628000 δευτερόλεπτα.
Κλείδωσε την πόρτα προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της πως έπρεπε να κλειδαμπαρώσει την καρδιά της.
Aν είναι άπιαστη η αγάπη;
Πέταξε, ηρωικά, να την φτάσεις. Και ας κομματιαστείς.
Αν φαντάζει μακρινή η αγάπη;
Τρέξε ξοπίσω της, απεγνωσμένα, να την αρπάξεις. Και ας κουραστείς.
Αν είναι ανώφελη η αναζήτηση της αγάπης;
Δεν υπάρχει ανώφελη αναζήτηση της αγάπης. Μόνο ανώφελοι συμβιβασμοί. Ταξιδέψε στο άγνωστο έως ότου την ανακαλύψεις.
Αν είναι η αγάπη όνειρο απατηλό;
Δεν υπάρχουν απατηλά όνειρα. Μόνο απατηλοί άνθρωποι. Ονειρεύτου. Και ας πλανηθείς.
Η Δήμητρα πετούσε, έτρεχε, ταξίδευε, ονειρευόταν, αγαπούσε.
Πήγε να μαζέψει τα φλιτζάνια από την κουζίνα. Μόνο ένα φλιτζάνι υπήρχε.
Πήγε να πετάξει το μαραμένο τριαντάφυλλο. Ήταν ολοζώντανο.
Πήγε να μαζέψει τα φρεσκοστρωμένα σεντόνια. Είχε να τα αλλάξει εδώ και μια βδομάδα.
Πήγε να βγει έξω για να ξεφύγει από τη σύγχυση. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη.
Πόσες φορές είχε αποκαλέσει τον Ερμή, στα τυραννικά, καταθλιπτικά της όνειρα ¨αγάπη μου¨, πόσες φορές είχε φανταστεί την μετουσίωση του ονείρου σε πραγματικότητα και πόσες φορές θα ξανάλθει σε εκείνη ο Ερμής για να τον παρηγορήσει από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα;
Πατώντας ανάλαφρα στις μύτες των γυμνών της ποδιών, έστρεψε ασυναίσθητα το βλέμμα της στο ερυθροειδές χώμα της γης και παρατήρησε το σκονισμένο πόδι με τα ατημέλητα νύχια. Θυμήθηκε πως χρειάζεται πεντικιούρ και πικρογέλασε. Τεντώθηκε, άπλωσε ψηλά τα χέρια και παρέμεινε ακίνητη, αφήνοντας το γλυκό αεράκι της άνοιξης να την περικαλύψει με τα δροσερά φιλιά και την ανεπαίσθητη αφή του .
<< Όσο φυσάει δεν θα πάψω να σε αγαπώ>>. Και παρακάλεσε τον Θεό για άπνοια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου